- δεξίπυρος
- δεξίπυρος, -ον (Α)φρ. «δεξιπύρους θυμέλας» — τις θυμέλες που δέχονται το πυρ, που τοποθετούνται επάνω τους ξύλα αναμμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι- < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + -πυρος < πυρ. (Για τον μορφολογικό σχηματισμό πρβλ. αλεξίκακος, βροντησικέραυνος, δεξίδωρος, τερ-ψίμβροτος κ.ά.)].
Dictionary of Greek. 2013.